- αμπελιάτικο, το
- αμπελιάτικο, το και συνηθέστ. στον πληθ., αμπελιάτικα1. ο φόρος για το αμπέλι: Δεν είχαν ακόμη πληρώσει και τα αμπελιάτικα.2. η αμοιβή των εργατών του αμπελιού: Ανέβηκαν πολύ εφέτος τα αμπελιάτικα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.